Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιτριηραρχέω
ἐπιτριηράρχημα
ἐπιτριήραρχος
ἐπιτριμερής
ἐπιτριμμός
ἐπιτριπτικός
ἐπίτριπτος
ἐπίτριτος
ἐπιτριτόω
ἐπίτριψις
ἐπιτρομέω
ἐπίτρομος
ἐπιτροπάδην
ἐπιτροπαῖος
ἐπιτροπεία
ἐπιτροπεύσιμος
ἐπιτρόπευσις
ἐπιτροπευτικός
ἐπιτροπεύω
ἐπιτροπή
ἐπιτροπία
View word page
ἐπιτρομέω
to be in fear of
ShortDef
to be in fear of
Debugging
Headword:
ἐπιτρομέω
Headword (normalized):
ἐπιτρομέω
Headword (normalized/stripped):
επιτρομεω
IDX:
35066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35067
Key:
Data
{'content': 'to be in fear of'}