Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιτριβή
ἐπιτρίβω
ἐπιτριηραρχέω
ἐπιτριηράρχημα
ἐπιτριήραρχος
ἐπιτριμερής
ἐπιτριμμός
ἐπιτριπτικός
ἐπίτριπτος
ἐπίτριτος
ἐπιτριτόω
ἐπίτριψις
ἐπιτρομέω
ἐπίτρομος
ἐπιτροπάδην
ἐπιτροπαῖος
ἐπιτροπεία
ἐπιτροπεύσιμος
ἐπιτρόπευσις
ἐπιτροπευτικός
ἐπιτροπεύω
View word page
ἐπιτριτόω
repeat for the third time

ShortDef

repeat for the third time

Debugging

Headword:
ἐπιτριτόω
Headword (normalized):
ἐπιτριτόω
Headword (normalized/stripped):
επιτριτοω
IDX:
35064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35065
Key:

Data

{'content': 'repeat for the third time'}