Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιτρέφω
ἐπιτρέχω
ἐπίτρησις
ἐπιτριακοστός
ἐπιτριβή
ἐπιτρίβω
ἐπιτριηραρχέω
ἐπιτριηράρχημα
ἐπιτριήραρχος
ἐπιτριμερής
ἐπιτριμμός
ἐπιτριπτικός
ἐπίτριπτος
ἐπίτριτος
ἐπιτριτόω
ἐπίτριψις
ἐπιτρομέω
ἐπίτρομος
ἐπιτροπάδην
ἐπιτροπαῖος
ἐπιτροπεία
View word page
ἐπιτριμμός
crushing

ShortDef

crushing

Debugging

Headword:
ἐπιτριμμός
Headword (normalized):
ἐπιτριμμός
Headword (normalized/stripped):
επιτριμμος
IDX:
35060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35061
Key:

Data

{'content': 'crushing'}