Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιτραπέω
ἐπιτραχήλιος
ἐπιτρεπτέον
ἐπιτρεπτέος
ἐπιτρεπτικός
ἐπιτρέπω
ἐπιτρέφω
ἐπιτρέχω
ἐπίτρησις
ἐπιτριακοστός
ἐπιτριβή
ἐπιτρίβω
ἐπιτριηραρχέω
ἐπιτριηράρχημα
ἐπιτριήραρχος
ἐπιτριμερής
ἐπιτριμμός
ἐπιτριπτικός
ἐπίτριπτος
ἐπίτριτος
ἐπιτριτόω
View word page
ἐπιτριβή
irritation, provocation

ShortDef

irritation, provocation

Debugging

Headword:
ἐπιτριβή
Headword (normalized):
ἐπιτριβή
Headword (normalized/stripped):
επιτριβη
IDX:
35054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35055
Key:

Data

{'content': 'irritation, provocation'}