Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιτραγίας
ἐπίτραγοι
ἐπιτραγῳδέω
ἐπιτραπέζιος
ἐπιτραπέζωμα
ἐπιτραπέω
ἐπιτραχήλιος
ἐπιτρεπτέον
ἐπιτρεπτέος
ἐπιτρεπτικός
ἐπιτρέπω
ἐπιτρέφω
ἐπιτρέχω
ἐπίτρησις
ἐπιτριακοστός
ἐπιτριβή
ἐπιτρίβω
ἐπιτριηραρχέω
ἐπιτριηράρχημα
ἐπιτριήραρχος
ἐπιτριμερής
View word page
ἐπιτρέπω
to turn over to, entrust, command

ShortDef

to turn over to, entrust, command

Debugging

Headword:
ἐπιτρέπω
Headword (normalized):
ἐπιτρέπω
Headword (normalized/stripped):
επιτρεπω
IDX:
35049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35050
Key:

Data

{'content': 'to turn over to, entrust, command'}