Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιτομικός
ἐπίτομος
ἐπιτόναιον
ἐπιτόνιον
ἐπίτονος
ἐπιτονόω
ἐπιτοξάζομαι
ἐπιτοξεύω
ἐπιτοξίς
ἐπιτόπιος
ἐπίτοπος
ἐπιτόπως
ἐπιτόσσαι
ἐπιτραγηματίζω
ἐπιτραγίας
ἐπίτραγοι
ἐπιτραγῳδέω
ἐπιτραπέζιος
ἐπιτραπέζωμα
ἐπιτραπέω
ἐπιτραχήλιος
View word page
ἐπίτοπος
positioned in a place (LSJ Supp)
ShortDef
positioned in a place (LSJ Supp)
Debugging
Headword:
ἐπίτοπος
Headword (normalized):
ἐπίτοπος
Headword (normalized/stripped):
επιτοπος
IDX:
35035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35036
Key:
Data
{'content': 'positioned in a place (LSJ Supp)'}