Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλεκτρύαινα
ἀλεκτρυόνειος
ἀλεκτρυονοπώλης
ἀλεκτρυονοτρόφος
ἀλεκτρυονώδης
ἀλεκτρυοπώλιον
ἀλεκτρυών
Ἀλεκτρυών
ἀλέκτωρ
Ἀλέκτωρ
ἀλέκτωρ2
ἀλέκω
ἁλέλαιον
ἀλεξαίθριος
Ἀλεξάνδρεια
Ἀλεξανδρίζω
Ἀλεξανδρινός
Ἀλεξανδριστής
Ἀλεξανδροκόλαξ
Ἀλέξανδρος
ἀλέξανδρος
View word page
ἀλέκτωρ2
unwedded

ShortDef

a cock
Alector
unwedded

Debugging

Headword:
ἀλέκτωρ2
Headword (normalized):
ἀλέκτωρ
Headword (normalized/stripped):
αλεκτωρ2
IDX:
3502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3503
Key:

Data

{'content': 'unwedded'}