Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιτιτρώσκω
ἐπιτλῆναι
ἐπιτμητέον
ἐπιτοκία
ἐπιτοκίζω
ἐπίτοκος
ἐπιτολή
ἐπιτολμάω
ἐπιτολμητέον
ἐπιτολμητός
ἐπιτομή
ἐπιτομικός
ἐπίτομος
ἐπιτόναιον
ἐπιτόνιον
ἐπίτονος
ἐπιτονόω
ἐπιτοξάζομαι
ἐπιτοξεύω
ἐπιτοξίς
ἐπιτόπιος
View word page
ἐπιτομή
a cutting on the surface, incision

ShortDef

a cutting on the surface, incision

Debugging

Headword:
ἐπιτομή
Headword (normalized):
ἐπιτομή
Headword (normalized/stripped):
επιτομη
IDX:
35024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35025
Key:

Data

{'content': 'a cutting on the surface, incision'}