Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιτιτράω
ἐπιτιτρώσκω
ἐπιτλῆναι
ἐπιτμητέον
ἐπιτοκία
ἐπιτοκίζω
ἐπίτοκος
ἐπιτολή
ἐπιτολμάω
ἐπιτολμητέον
ἐπιτολμητός
ἐπιτομή
ἐπιτομικός
ἐπίτομος
ἐπιτόναιον
ἐπιτόνιον
ἐπίτονος
ἐπιτονόω
ἐπιτοξάζομαι
ἐπιτοξεύω
ἐπιτοξίς
View word page
ἐπιτολμητός
to be ventured
ShortDef
to be ventured
Debugging
Headword:
ἐπιτολμητός
Headword (normalized):
ἐπιτολμητός
Headword (normalized/stripped):
επιτολμητος
IDX:
35023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35024
Key:
Data
{'content': 'to be ventured'}