Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄλεκτρος
ἀλεκτρύαινα
ἀλεκτρυόνειος
ἀλεκτρυονοπώλης
ἀλεκτρυονοτρόφος
ἀλεκτρυονώδης
ἀλεκτρυοπώλιον
ἀλεκτρυών
Ἀλεκτρυών
ἀλέκτωρ
Ἀλέκτωρ
ἀλέκτωρ2
ἀλέκω
ἁλέλαιον
ἀλεξαίθριος
Ἀλεξάνδρεια
Ἀλεξανδρίζω
Ἀλεξανδρινός
Ἀλεξανδριστής
Ἀλεξανδροκόλαξ
Ἀλέξανδρος
View word page
Ἀλέκτωρ
Alector
ShortDef
a cock
Alector
unwedded
Debugging
Headword:
Ἀλέκτωρ
Headword (normalized):
ἀλέκτωρ
Headword (normalized/stripped):
αλεκτωρ
IDX:
3501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3502
Key:
Data
{'content': 'Alector'}