Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιτιμητής
ἐπιτιμητικός
ἐπιτιμητός
ἐπιτιμήτωρ
ἐπιτιμία
ἐπιτίμιον
ἐπιτίμιος
ἐπίτιμος
ἐπιτίνω
ἐπιτίτθιος
ἐπιτιτράω
ἐπιτιτρώσκω
ἐπιτλῆναι
ἐπιτμητέον
ἐπιτοκία
ἐπιτοκίζω
ἐπίτοκος
ἐπιτολή
ἐπιτολμάω
ἐπιτολμητέον
ἐπιτολμητός
View word page
ἐπιτιτράω
pierce, cut holes in

ShortDef

pierce, cut holes in

Debugging

Headword:
ἐπιτιτράω
Headword (normalized):
ἐπιτιτράω
Headword (normalized/stripped):
επιτιτραω
IDX:
35013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35014
Key:

Data

{'content': 'pierce, cut holes in'}