Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιτηρητικός
ἐπιτηρία
ἐπιτίθημι
ἐπιτίκτω
ἐπιτίμαιος
ἐπιτιμάω
ἐπιτιμέω
ἐπιτίμημα
ἐπιτίμησις
ἐπιτιμητέον
ἐπιτιμητής
ἐπιτιμητικός
ἐπιτιμητός
ἐπιτιμήτωρ
ἐπιτιμία
ἐπιτίμιον
ἐπιτίμιος
ἐπίτιμος
ἐπιτίνω
ἐπιτίτθιος
ἐπιτιτράω
View word page
ἐπιτιμητής
a chastiser, censurer

ShortDef

a chastiser, censurer

Debugging

Headword:
ἐπιτιμητής
Headword (normalized):
ἐπιτιμητής
Headword (normalized/stripped):
επιτιμητης
IDX:
35003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35004
Key:

Data

{'content': 'a chastiser, censurer'}