Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιτηδευτικός
ἐπιτηδευτός
ἐπιτηδεύω
ἐπιτήθη
ἐπίτηκτος
ἐπιτήκω
ἐπιτηλίς
ἐπιτηρέω
ἐπιτήρησις
ἐπιτηρητέον
ἐπιτηρητής
ἐπιτηρητικός
ἐπιτηρία
ἐπιτίθημι
ἐπιτίκτω
ἐπιτίμαιος
ἐπιτιμάω
ἐπιτιμέω
ἐπιτίμημα
ἐπιτίμησις
ἐπιτιμητέον
View word page
ἐπιτηρητής
watcher, scout
ShortDef
watcher, scout
Debugging
Headword:
ἐπιτηρητής
Headword (normalized):
ἐπιτηρητής
Headword (normalized/stripped):
επιτηρητης
IDX:
34992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34993
Key:
Data
{'content': 'watcher, scout'}