Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλεκτορίσκος
ἀλεκτοροφωνία
ἄλεκτος
ἄλεκτρος
ἀλεκτρύαινα
ἀλεκτρυόνειος
ἀλεκτρυονοπώλης
ἀλεκτρυονοτρόφος
ἀλεκτρυονώδης
ἀλεκτρυοπώλιον
ἀλεκτρυών
Ἀλεκτρυών
ἀλέκτωρ
Ἀλέκτωρ
ἀλέκτωρ2
ἀλέκω
ἁλέλαιον
ἀλεξαίθριος
Ἀλεξάνδρεια
Ἀλεξανδρίζω
Ἀλεξανδρινός
View word page
ἀλεκτρυών
a cock
ShortDef
a cock
father of Leïtus
Debugging
Headword:
ἀλεκτρυών
Headword (normalized):
ἀλεκτρυών
Headword (normalized/stripped):
αλεκτρυων
IDX:
3498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3499
Key:
Data
{'content': 'a cock'}