Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιτήδευμα
ἐπιτηδευματικῶς
ἐπιτήδευσις
ἐπιτηδευτέον
ἐπιτηδευτής
ἐπιτηδευτικός
ἐπιτηδευτός
ἐπιτηδεύω
ἐπιτήθη
ἐπίτηκτος
ἐπιτήκω
ἐπιτηλίς
ἐπιτηρέω
ἐπιτήρησις
ἐπιτηρητέον
ἐπιτηρητής
ἐπιτηρητικός
ἐπιτηρία
ἐπιτίθημι
ἐπιτίκτω
ἐπιτίμαιος
View word page
ἐπιτήκω
to melt upon, pour when melted over

ShortDef

to melt upon, pour when melted over

Debugging

Headword:
ἐπιτήκω
Headword (normalized):
ἐπιτήκω
Headword (normalized/stripped):
επιτηκω
IDX:
34987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34988
Key:

Data

{'content': 'to melt upon, pour when melted over'}