Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιτηδές
ἐπιτήδευμα
ἐπιτηδευματικῶς
ἐπιτήδευσις
ἐπιτηδευτέον
ἐπιτηδευτής
ἐπιτηδευτικός
ἐπιτηδευτός
ἐπιτηδεύω
ἐπιτήθη
ἐπίτηκτος
ἐπιτήκω
ἐπιτηλίς
ἐπιτηρέω
ἐπιτήρησις
ἐπιτηρητέον
ἐπιτηρητής
ἐπιτηρητικός
ἐπιτηρία
ἐπιτίθημι
ἐπιτίκτω
View word page
ἐπίτηκτος
overlaid with gold

ShortDef

overlaid with gold

Debugging

Headword:
ἐπίτηκτος
Headword (normalized):
ἐπίτηκτος
Headword (normalized/stripped):
επιτηκτος
IDX:
34986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34987
Key:

Data

{'content': 'overlaid with gold'}