Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιτηδειότης
ἐπιτηδές
ἐπιτήδευμα
ἐπιτηδευματικῶς
ἐπιτήδευσις
ἐπιτηδευτέον
ἐπιτηδευτής
ἐπιτηδευτικός
ἐπιτηδευτός
ἐπιτηδεύω
ἐπιτήθη
ἐπίτηκτος
ἐπιτήκω
ἐπιτηλίς
ἐπιτηρέω
ἐπιτήρησις
ἐπιτηρητέον
ἐπιτηρητής
ἐπιτηρητικός
ἐπιτηρία
ἐπιτίθημι
View word page
ἐπιτήθη
great-grandmother

ShortDef

great-grandmother

Debugging

Headword:
ἐπιτήθη
Headword (normalized):
ἐπιτήθη
Headword (normalized/stripped):
επιτηθη
IDX:
34985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34986
Key:

Data

{'content': 'great-grandmother'}