Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιτηδειόομαι
ἐπιτήδειος
ἐπιτηδειότης
ἐπιτηδές
ἐπιτήδευμα
ἐπιτηδευματικῶς
ἐπιτήδευσις
ἐπιτηδευτέον
ἐπιτηδευτής
ἐπιτηδευτικός
ἐπιτηδευτός
ἐπιτηδεύω
ἐπιτήθη
ἐπίτηκτος
ἐπιτήκω
ἐπιτηλίς
ἐπιτηρέω
ἐπιτήρησις
ἐπιτηρητέον
ἐπιτηρητής
ἐπιτηρητικός
View word page
ἐπιτηδευτός
artificial, counterfeit

ShortDef

artificial, counterfeit

Debugging

Headword:
ἐπιτηδευτός
Headword (normalized):
ἐπιτηδευτός
Headword (normalized/stripped):
επιτηδευτος
IDX:
34983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34984
Key:

Data

{'content': 'artificial, counterfeit'}