Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιτηγανίζω
ἐπιτηδειόομαι
ἐπιτήδειος
ἐπιτηδειότης
ἐπιτηδές
ἐπιτήδευμα
ἐπιτηδευματικῶς
ἐπιτήδευσις
ἐπιτηδευτέον
ἐπιτηδευτής
ἐπιτηδευτικός
ἐπιτηδευτός
ἐπιτηδεύω
ἐπιτήθη
ἐπίτηκτος
ἐπιτήκω
ἐπιτηλίς
ἐπιτηρέω
ἐπιτήρησις
ἐπιτηρητέον
ἐπιτηρητής
View word page
ἐπιτηδευτικός
apt to practise

ShortDef

apt to practise

Debugging

Headword:
ἐπιτηδευτικός
Headword (normalized):
ἐπιτηδευτικός
Headword (normalized/stripped):
επιτηδευτικος
IDX:
34982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34983
Key:

Data

{'content': 'apt to practise'}