Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιτέχνησις
ἐπιτεχνητός
ἐπιτεχνολογέω
ἐπιτηγανίζω
ἐπιτηδειόομαι
ἐπιτήδειος
ἐπιτηδειότης
ἐπιτηδές
ἐπιτήδευμα
ἐπιτηδευματικῶς
ἐπιτήδευσις
ἐπιτηδευτέον
ἐπιτηδευτής
ἐπιτηδευτικός
ἐπιτηδευτός
ἐπιτηδεύω
ἐπιτήθη
ἐπίτηκτος
ἐπιτήκω
ἐπιτηλίς
ἐπιτηρέω
View word page
ἐπιτήδευσις
devotion

ShortDef

devotion

Debugging

Headword:
ἐπιτήδευσις
Headword (normalized):
ἐπιτήδευσις
Headword (normalized/stripped):
επιτηδευσις
IDX:
34979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34980
Key:

Data

{'content': 'devotion'}