Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιτέχνημα
ἐπιτέχνησις
ἐπιτεχνητός
ἐπιτεχνολογέω
ἐπιτηγανίζω
ἐπιτηδειόομαι
ἐπιτήδειος
ἐπιτηδειότης
ἐπιτηδές
ἐπιτήδευμα
ἐπιτηδευματικῶς
ἐπιτήδευσις
ἐπιτηδευτέον
ἐπιτηδευτής
ἐπιτηδευτικός
ἐπιτηδευτός
ἐπιτηδεύω
ἐπιτήθη
ἐπίτηκτος
ἐπιτήκω
ἐπιτηλίς
View word page
ἐπιτηδευματικῶς
studiedly
ShortDef
studiedly
Debugging
Headword:
ἐπιτηδευματικῶς
Headword (normalized):
ἐπιτηδευματικῶς
Headword (normalized/stripped):
επιτηδευματικως
IDX:
34978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34979
Key:
Data
{'content': 'studiedly'}