Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπίτευγμα
ἐπιτευκτικός
ἐπίτευξις
ἐπιτεύχω
ἐπιτεχνάζω
ἐπιτεχνάομαι
ἐπιτέχνημα
ἐπιτέχνησις
ἐπιτεχνητός
ἐπιτεχνολογέω
ἐπιτηγανίζω
ἐπιτηδειόομαι
ἐπιτήδειος
ἐπιτηδειότης
ἐπιτηδές
ἐπιτήδευμα
ἐπιτηδευματικῶς
ἐπιτήδευσις
ἐπιτηδευτέον
ἐπιτηδευτής
ἐπιτηδευτικός
View word page
ἐπιτηγανίζω
fry
ShortDef
fry
Debugging
Headword:
ἐπιτηγανίζω
Headword (normalized):
ἐπιτηγανίζω
Headword (normalized/stripped):
επιτηγανιζω
IDX:
34972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34973
Key:
Data
{'content': 'fry'}