Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιτετραμερής
ἐπίτευγμα
ἐπιτευκτικός
ἐπίτευξις
ἐπιτεύχω
ἐπιτεχνάζω
ἐπιτεχνάομαι
ἐπιτέχνημα
ἐπιτέχνησις
ἐπιτεχνητός
ἐπιτεχνολογέω
ἐπιτηγανίζω
ἐπιτηδειόομαι
ἐπιτήδειος
ἐπιτηδειότης
ἐπιτηδές
ἐπιτήδευμα
ἐπιτηδευματικῶς
ἐπιτήδευσις
ἐπιτηδευτέον
ἐπιτηδευτής
View word page
ἐπιτεχνολογέω
add to the rules of an art

ShortDef

add to the rules of an art

Debugging

Headword:
ἐπιτεχνολογέω
Headword (normalized):
ἐπιτεχνολογέω
Headword (normalized/stripped):
επιτεχνολογεω
IDX:
34971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34972
Key:

Data

{'content': 'add to the rules of an art'}