Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιτετραέβδομος
ἐπιτετραμερής
ἐπίτευγμα
ἐπιτευκτικός
ἐπίτευξις
ἐπιτεύχω
ἐπιτεχνάζω
ἐπιτεχνάομαι
ἐπιτέχνημα
ἐπιτέχνησις
ἐπιτεχνητός
ἐπιτεχνολογέω
ἐπιτηγανίζω
ἐπιτηδειόομαι
ἐπιτήδειος
ἐπιτηδειότης
ἐπιτηδές
ἐπιτήδευμα
ἐπιτηδευματικῶς
ἐπιτήδευσις
ἐπιτηδευτέον
View word page
ἐπιτεχνητός
artificially made

ShortDef

artificially made

Debugging

Headword:
ἐπιτεχνητός
Headword (normalized):
ἐπιτεχνητός
Headword (normalized/stripped):
επιτεχνητος
IDX:
34970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34971
Key:

Data

{'content': 'artificially made'}