Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιτετμημένως
ἐπιτετραέβδομος
ἐπιτετραμερής
ἐπίτευγμα
ἐπιτευκτικός
ἐπίτευξις
ἐπιτεύχω
ἐπιτεχνάζω
ἐπιτεχνάομαι
ἐπιτέχνημα
ἐπιτέχνησις
ἐπιτεχνητός
ἐπιτεχνολογέω
ἐπιτηγανίζω
ἐπιτηδειόομαι
ἐπιτήδειος
ἐπιτηδειότης
ἐπιτηδές
ἐπιτήδευμα
ἐπιτηδευματικῶς
ἐπιτήδευσις
View word page
ἐπιτέχνησις
contrivance for

ShortDef

contrivance for

Debugging

Headword:
ἐπιτέχνησις
Headword (normalized):
ἐπιτέχνησις
Headword (normalized/stripped):
επιτεχνησις
IDX:
34969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34970
Key:

Data

{'content': 'contrivance for'}