Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλεκτόριον
ἀλεκτορίς
ἀλεκτορίσκος
ἀλεκτοροφωνία
ἄλεκτος
ἄλεκτρος
ἀλεκτρύαινα
ἀλεκτρυόνειος
ἀλεκτρυονοπώλης
ἀλεκτρυονοτρόφος
ἀλεκτρυονώδης
ἀλεκτρυοπώλιον
ἀλεκτρυών
Ἀλεκτρυών
ἀλέκτωρ
Ἀλέκτωρ
ἀλέκτωρ2
ἀλέκω
ἁλέλαιον
ἀλεξαίθριος
Ἀλεξάνδρεια
View word page
ἀλεκτρυονώδης
like a cock
ShortDef
like a cock
Debugging
Headword:
ἀλεκτρυονώδης
Headword (normalized):
ἀλεκτρυονώδης
Headword (normalized/stripped):
αλεκτρυονωδης
IDX:
3496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3497
Key:
Data
{'content': 'like a cock'}