Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιτετευγμένως
ἐπιτετηδευμένως
ἐπιτετμημένως
ἐπιτετραέβδομος
ἐπιτετραμερής
ἐπίτευγμα
ἐπιτευκτικός
ἐπίτευξις
ἐπιτεύχω
ἐπιτεχνάζω
ἐπιτεχνάομαι
ἐπιτέχνημα
ἐπιτέχνησις
ἐπιτεχνητός
ἐπιτεχνολογέω
ἐπιτηγανίζω
ἐπιτηδειόομαι
ἐπιτήδειος
ἐπιτηδειότης
ἐπιτηδές
ἐπιτήδευμα
View word page
ἐπιτεχνάομαι
to contrive for

ShortDef

to contrive for

Debugging

Headword:
ἐπιτεχνάομαι
Headword (normalized):
ἐπιτεχνάομαι
Headword (normalized/stripped):
επιτεχναομαι
IDX:
34967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34968
Key:

Data

{'content': 'to contrive for'}