Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιτεταμένως
ἐπιτέταρτος
ἐπιτετευγμένως
ἐπιτετηδευμένως
ἐπιτετμημένως
ἐπιτετραέβδομος
ἐπιτετραμερής
ἐπίτευγμα
ἐπιτευκτικός
ἐπίτευξις
ἐπιτεύχω
ἐπιτεχνάζω
ἐπιτεχνάομαι
ἐπιτέχνημα
ἐπιτέχνησις
ἐπιτεχνητός
ἐπιτεχνολογέω
ἐπιτηγανίζω
ἐπιτηδειόομαι
ἐπιτήδειος
ἐπιτηδειότης
View word page
ἐπιτεύχω
make
ShortDef
make
Debugging
Headword:
ἐπιτεύχω
Headword (normalized):
ἐπιτεύχω
Headword (normalized/stripped):
επιτευχω
IDX:
34965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34966
Key:
Data
{'content': 'make'}