Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιτεσσαρακοστόπεμπτος
ἐπιτεσσαρεσκαιδέκατος
ἐπιτεσσερασκαιδεκάτους
ἐπιτεταμένως
ἐπιτέταρτος
ἐπιτετευγμένως
ἐπιτετηδευμένως
ἐπιτετμημένως
ἐπιτετραέβδομος
ἐπιτετραμερής
ἐπίτευγμα
ἐπιτευκτικός
ἐπίτευξις
ἐπιτεύχω
ἐπιτεχνάζω
ἐπιτεχνάομαι
ἐπιτέχνημα
ἐπιτέχνησις
ἐπιτεχνητός
ἐπιτεχνολογέω
ἐπιτηγανίζω
View word page
ἐπίτευγμα
a hit
ShortDef
a hit
Debugging
Headword:
ἐπίτευγμα
Headword (normalized):
ἐπίτευγμα
Headword (normalized/stripped):
επιτευγμα
IDX:
34962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34963
Key:
Data
{'content': 'a hit'}