Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπίτερμος
ἐπιτερπής
ἐπιτέρπομαι
ἐπιτεσσαρακοστόπεμπτος
ἐπιτεσσαρεσκαιδέκατος
ἐπιτεσσερασκαιδεκάτους
ἐπιτεταμένως
ἐπιτέταρτος
ἐπιτετευγμένως
ἐπιτετηδευμένως
ἐπιτετμημένως
ἐπιτετραέβδομος
ἐπιτετραμερής
ἐπίτευγμα
ἐπιτευκτικός
ἐπίτευξις
ἐπιτεύχω
ἐπιτεχνάζω
ἐπιτεχνάομαι
ἐπιτέχνημα
ἐπιτέχνησις
View word page
ἐπιτετμημένως
briefly, 'for short'

ShortDef

briefly, 'for short'

Debugging

Headword:
ἐπιτετμημένως
Headword (normalized):
ἐπιτετμημένως
Headword (normalized/stripped):
επιτετμημενως
IDX:
34959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34960
Key:

Data

{'content': "briefly, 'for short'"}