Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλεκτοριδεύς
ἀλεκτόριον
ἀλεκτορίς
ἀλεκτορίσκος
ἀλεκτοροφωνία
ἄλεκτος
ἄλεκτρος
ἀλεκτρύαινα
ἀλεκτρυόνειος
ἀλεκτρυονοπώλης
ἀλεκτρυονοτρόφος
ἀλεκτρυονώδης
ἀλεκτρυοπώλιον
ἀλεκτρυών
Ἀλεκτρυών
ἀλέκτωρ
Ἀλέκτωρ
ἀλέκτωρ2
ἀλέκω
ἁλέλαιον
ἀλεξαίθριος
View word page
ἀλεκτρυονοτρόφος
cock-feeder

ShortDef

cock-feeder

Debugging

Headword:
ἀλεκτρυονοτρόφος
Headword (normalized):
ἀλεκτρυονοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
αλεκτρυονοτροφος
IDX:
3495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3496
Key:

Data

{'content': 'cock-feeder'}