Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιτέρμιος
ἐπίτερμος
ἐπιτερπής
ἐπιτέρπομαι
ἐπιτεσσαρακοστόπεμπτος
ἐπιτεσσαρεσκαιδέκατος
ἐπιτεσσερασκαιδεκάτους
ἐπιτεταμένως
ἐπιτέταρτος
ἐπιτετευγμένως
ἐπιτετηδευμένως
ἐπιτετμημένως
ἐπιτετραέβδομος
ἐπιτετραμερής
ἐπίτευγμα
ἐπιτευκτικός
ἐπίτευξις
ἐπιτεύχω
ἐπιτεχνάζω
ἐπιτεχνάομαι
ἐπιτέχνημα
View word page
ἐπιτετηδευμένως
deliberately

ShortDef

deliberately

Debugging

Headword:
ἐπιτετηδευμένως
Headword (normalized):
ἐπιτετηδευμένως
Headword (normalized/stripped):
επιτετηδευμενως
IDX:
34958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34959
Key:

Data

{'content': 'deliberately'}