Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιτερατεύομαι
ἐπιτέρμιος
ἐπίτερμος
ἐπιτερπής
ἐπιτέρπομαι
ἐπιτεσσαρακοστόπεμπτος
ἐπιτεσσαρεσκαιδέκατος
ἐπιτεσσερασκαιδεκάτους
ἐπιτεταμένως
ἐπιτέταρτος
ἐπιτετευγμένως
ἐπιτετηδευμένως
ἐπιτετμημένως
ἐπιτετραέβδομος
ἐπιτετραμερής
ἐπίτευγμα
ἐπιτευκτικός
ἐπίτευξις
ἐπιτεύχω
ἐπιτεχνάζω
ἐπιτεχνάομαι
View word page
ἐπιτετευγμένως
successfully

ShortDef

successfully

Debugging

Headword:
ἐπιτετευγμένως
Headword (normalized):
ἐπιτετευγμένως
Headword (normalized/stripped):
επιτετευγμενως
IDX:
34957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34958
Key:

Data

{'content': 'successfully'}