Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιτέλλω
ἐπιτέλλω2
ἐπιτελουμένως
ἐπιτέμνω
ἐπίτεξ
ἐπιτέον
ἐπιτερατεύομαι
ἐπιτέρμιος
ἐπίτερμος
ἐπιτερπής
ἐπιτέρπομαι
ἐπιτεσσαρακοστόπεμπτος
ἐπιτεσσαρεσκαιδέκατος
ἐπιτεσσερασκαιδεκάτους
ἐπιτεταμένως
ἐπιτέταρτος
ἐπιτετευγμένως
ἐπιτετηδευμένως
ἐπιτετμημένως
ἐπιτετραέβδομος
ἐπιτετραμερής
View word page
ἐπιτέρπομαι
to rejoice
ShortDef
to rejoice
Debugging
Headword:
ἐπιτέρπομαι
Headword (normalized):
ἐπιτέρπομαι
Headword (normalized/stripped):
επιτερπομαι
IDX:
34951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34952
Key:
Data
{'content': 'to rejoice'}