Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιτελέωμα
ἐπιτελής
ἐπιτέλλω
ἐπιτέλλω2
ἐπιτελουμένως
ἐπιτέμνω
ἐπίτεξ
ἐπιτέον
ἐπιτερατεύομαι
ἐπιτέρμιος
ἐπίτερμος
ἐπιτερπής
ἐπιτέρπομαι
ἐπιτεσσαρακοστόπεμπτος
ἐπιτεσσαρεσκαιδέκατος
ἐπιτεσσερασκαιδεκάτους
ἐπιτεταμένως
ἐπιτέταρτος
ἐπιτετευγμένως
ἐπιτετηδευμένως
ἐπιτετμημένως
View word page
ἐπίτερμος
adjacent
ShortDef
adjacent
Debugging
Headword:
ἐπίτερμος
Headword (normalized):
ἐπίτερμος
Headword (normalized/stripped):
επιτερμος
IDX:
34949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34950
Key:
Data
{'content': 'adjacent'}