Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιτελέω
ἐπιτελέωμα
ἐπιτελής
ἐπιτέλλω
ἐπιτέλλω2
ἐπιτελουμένως
ἐπιτέμνω
ἐπίτεξ
ἐπιτέον
ἐπιτερατεύομαι
ἐπιτέρμιος
ἐπίτερμος
ἐπιτερπής
ἐπιτέρπομαι
ἐπιτεσσαρακοστόπεμπτος
ἐπιτεσσαρεσκαιδέκατος
ἐπιτεσσερασκαιδεκάτους
ἐπιτεταμένως
ἐπιτέταρτος
ἐπιτετευγμένως
ἐπιτετηδευμένως
View word page
ἐπιτέρμιος
at the limits

ShortDef

at the limits

Debugging

Headword:
ἐπιτέρμιος
Headword (normalized):
ἐπιτέρμιος
Headword (normalized/stripped):
επιτερμιος
IDX:
34948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34949
Key:

Data

{'content': 'at the limits'}