Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιτελεστέον
ἐπιτελεστής
ἐπιτελεστικός
ἐπιτελευτή
ἐπιτελέω
ἐπιτελέωμα
ἐπιτελής
ἐπιτέλλω
ἐπιτέλλω2
ἐπιτελουμένως
ἐπιτέμνω
ἐπίτεξ
ἐπιτέον
ἐπιτερατεύομαι
ἐπιτέρμιος
ἐπίτερμος
ἐπιτερπής
ἐπιτέρπομαι
ἐπιτεσσαρακοστόπεμπτος
ἐπιτεσσαρεσκαιδέκατος
ἐπιτεσσερασκαιδεκάτους
View word page
ἐπιτέμνω
to cut on the surface, make an incision
ShortDef
to cut on the surface, make an incision
Debugging
Headword:
ἐπιτέμνω
Headword (normalized):
ἐπιτέμνω
Headword (normalized/stripped):
επιτεμνω
IDX:
34944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34945
Key:
Data
{'content': 'to cut on the surface, make an incision'}