Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιτέλεσμα
ἐπιτελεστέον
ἐπιτελεστής
ἐπιτελεστικός
ἐπιτελευτή
ἐπιτελέω
ἐπιτελέωμα
ἐπιτελής
ἐπιτέλλω
ἐπιτέλλω2
ἐπιτελουμένως
ἐπιτέμνω
ἐπίτεξ
ἐπιτέον
ἐπιτερατεύομαι
ἐπιτέρμιος
ἐπίτερμος
ἐπιτερπής
ἐπιτέρπομαι
ἐπιτεσσαρακοστόπεμπτος
ἐπιτεσσαρεσκαιδέκατος
View word page
ἐπιτελουμένως
decisively

ShortDef

decisively

Debugging

Headword:
ἐπιτελουμένως
Headword (normalized):
ἐπιτελουμένως
Headword (normalized/stripped):
επιτελουμενως
IDX:
34943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34944
Key:

Data

{'content': 'decisively'}