Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιτέλεσις
ἐπιτέλεσμα
ἐπιτελεστέον
ἐπιτελεστής
ἐπιτελεστικός
ἐπιτελευτή
ἐπιτελέω
ἐπιτελέωμα
ἐπιτελής
ἐπιτέλλω
ἐπιτέλλω2
ἐπιτελουμένως
ἐπιτέμνω
ἐπίτεξ
ἐπιτέον
ἐπιτερατεύομαι
ἐπιτέρμιος
ἐπίτερμος
ἐπιτερπής
ἐπιτέρπομαι
ἐπιτεσσαρακοστόπεμπτος
View word page
ἐπιτέλλω2
rise
ShortDef
to lay upon, enjoin, prescribe, ordain, command
rise
Debugging
Headword:
ἐπιτέλλω2
Headword (normalized):
ἐπιτέλλω
Headword (normalized/stripped):
επιτελλω2
IDX:
34942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34943
Key:
Data
{'content': 'rise'}