Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιτεκταίνομαι
ἐπιτέλεια
ἐπιτέλειος
ἐπιτελειόω
ἐπιτελείωσις
ἐπιτέλεσις
ἐπιτέλεσμα
ἐπιτελεστέον
ἐπιτελεστής
ἐπιτελεστικός
ἐπιτελευτή
ἐπιτελέω
ἐπιτελέωμα
ἐπιτελής
ἐπιτέλλω
ἐπιτέλλω2
ἐπιτελουμένως
ἐπιτέμνω
ἐπίτεξ
ἐπιτέον
ἐπιτερατεύομαι
View word page
ἐπιτελευτή
death

ShortDef

death

Debugging

Headword:
ἐπιτελευτή
Headword (normalized):
ἐπιτελευτή
Headword (normalized/stripped):
επιτελευτη
IDX:
34937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34938
Key:

Data

{'content': 'death'}