Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιτεκνόω
ἐπιτεκταίνομαι
ἐπιτέλεια
ἐπιτέλειος
ἐπιτελειόω
ἐπιτελείωσις
ἐπιτέλεσις
ἐπιτέλεσμα
ἐπιτελεστέον
ἐπιτελεστής
ἐπιτελεστικός
ἐπιτελευτή
ἐπιτελέω
ἐπιτελέωμα
ἐπιτελής
ἐπιτέλλω
ἐπιτέλλω2
ἐπιτελουμένως
ἐπιτέμνω
ἐπίτεξ
ἐπιτέον
View word page
ἐπιτελεστικός
capable of effecting one's purpose
ShortDef
capable of effecting one's purpose
Debugging
Headword:
ἐπιτελεστικός
Headword (normalized):
ἐπιτελεστικός
Headword (normalized/stripped):
επιτελεστικος
IDX:
34936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34937
Key:
Data
{'content': "capable of effecting one's purpose"}