Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄλειψις
ἀλείωτος
ἀλεκτόρειος
ἀλεκτοριδεύς
ἀλεκτόριον
ἀλεκτορίς
ἀλεκτορίσκος
ἀλεκτοροφωνία
ἄλεκτος
ἄλεκτρος
ἀλεκτρύαινα
ἀλεκτρυόνειος
ἀλεκτρυονοπώλης
ἀλεκτρυονοτρόφος
ἀλεκτρυονώδης
ἀλεκτρυοπώλιον
ἀλεκτρυών
Ἀλεκτρυών
ἀλέκτωρ
Ἀλέκτωρ
ἀλέκτωρ2
View word page
ἀλεκτρύαινα
a hen

ShortDef

a hen

Debugging

Headword:
ἀλεκτρύαινα
Headword (normalized):
ἀλεκτρύαινα
Headword (normalized/stripped):
αλεκτρυαινα
IDX:
3492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3493
Key:

Data

{'content': 'a hen'}