Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιτέγειος
ἐπίτεγκτος
ἐπίτεγξις
ἐπιτεθειασμένως
ἐπιτείνω
ἐπιτειχίζω
ἐπιτείχισις
ἐπιτείχισμα
ἐπιτειχισμός
ἐπίτειχος
ἐπιτεκμαίρομαι
ἐπίτεκνος
ἐπιτεκνόω
ἐπιτεκταίνομαι
ἐπιτέλεια
ἐπιτέλειος
ἐπιτελειόω
ἐπιτελείωσις
ἐπιτέλεσις
ἐπιτέλεσμα
ἐπιτελεστέον
View word page
ἐπιτεκμαίρομαι
detect
ShortDef
detect
Debugging
Headword:
ἐπιτεκμαίρομαι
Headword (normalized):
ἐπιτεκμαίρομαι
Headword (normalized/stripped):
επιτεκμαιρομαι
IDX:
34924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34925
Key:
Data
{'content': 'detect'}