Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιτατικός
ἐπιταφέω
ἐπιτάφιος
ἐπιταχύνω
ἐπιτάχυσις
ἐπιτέγγω
ἐπιτέγειος
ἐπίτεγκτος
ἐπίτεγξις
ἐπιτεθειασμένως
ἐπιτείνω
ἐπιτειχίζω
ἐπιτείχισις
ἐπιτείχισμα
ἐπιτειχισμός
ἐπίτειχος
ἐπιτεκμαίρομαι
ἐπίτεκνος
ἐπιτεκνόω
ἐπιτεκταίνομαι
ἐπιτέλεια
View word page
ἐπιτείνω
to stretch upon
ShortDef
to stretch upon
Debugging
Headword:
ἐπιτείνω
Headword (normalized):
ἐπιτείνω
Headword (normalized/stripped):
επιτεινω
IDX:
34918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34919
Key:
Data
{'content': 'to stretch upon'}