Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιτάσσω
ἐπιτατικός
ἐπιταφέω
ἐπιτάφιος
ἐπιταχύνω
ἐπιτάχυσις
ἐπιτέγγω
ἐπιτέγειος
ἐπίτεγκτος
ἐπίτεγξις
ἐπιτεθειασμένως
ἐπιτείνω
ἐπιτειχίζω
ἐπιτείχισις
ἐπιτείχισμα
ἐπιτειχισμός
ἐπίτειχος
ἐπιτεκμαίρομαι
ἐπίτεκνος
ἐπιτεκνόω
ἐπιτεκταίνομαι
View word page
ἐπιτεθειασμένως
enthusiastically

ShortDef

enthusiastically

Debugging

Headword:
ἐπιτεθειασμένως
Headword (normalized):
ἐπιτεθειασμένως
Headword (normalized/stripped):
επιτεθειασμενως
IDX:
34917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34918
Key:

Data

{'content': 'enthusiastically'}