Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπίταμα
ἐπιτανύω
ἐπιτάξ
ἐπίταξις
ἐπιτάραξις
ἐπιταράσσω
ἐπιτάραχος
ἐπιτάρροθος
ἐπίτασις
ἐπιτάσσω
ἐπιτατικός
ἐπιταφέω
ἐπιτάφιος
ἐπιταχύνω
ἐπιτάχυσις
ἐπιτέγγω
ἐπιτέγειος
ἐπίτεγκτος
ἐπίτεγξις
ἐπιτεθειασμένως
ἐπιτείνω
View word page
ἐπιτατικός
intensive
ShortDef
intensive
Debugging
Headword:
ἐπιτατικός
Headword (normalized):
ἐπιτατικός
Headword (normalized/stripped):
επιτατικος
IDX:
34908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34909
Key:
Data
{'content': 'intensive'}