Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπίταγμα
ἐπιταγματικός
ἐπιταδεοτρώκτας
ἐπιταινίδιος
ἐπιτακτέον
ἐπιτακτήρ
ἐπιτάκτης
ἐπιτακτικός
ἐπίτακτος
ἐπιταλαιπωρέω
ἐπιταλάριος
Ἐπιτάλιον
ἐπίταμα
ἐπιτανύω
ἐπιτάξ
ἐπίταξις
ἐπιτάραξις
ἐπιταράσσω
ἐπιτάραχος
ἐπιτάρροθος
ἐπίτασις
View word page
ἐπιταλάριος
with a basket

ShortDef

with a basket

Debugging

Headword:
ἐπιταλάριος
Headword (normalized):
ἐπιταλάριος
Headword (normalized/stripped):
επιταλαριος
IDX:
34896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34897
Key:

Data

{'content': 'with a basket'}