Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπίσωτρον
ἐπιταγή
ἐπιταγίδιον
ἐπίταγμα
ἐπιταγματικός
ἐπιταδεοτρώκτας
ἐπιταινίδιος
ἐπιτακτέον
ἐπιτακτήρ
ἐπιτάκτης
ἐπιτακτικός
ἐπίτακτος
ἐπιταλαιπωρέω
ἐπιταλάριος
Ἐπιτάλιον
ἐπίταμα
ἐπιτανύω
ἐπιτάξ
ἐπίταξις
ἐπιτάραξις
ἐπιταράσσω
View word page
ἐπιτακτικός
commanding, authoritative
ShortDef
commanding, authoritative
Debugging
Headword:
ἐπιτακτικός
Headword (normalized):
ἐπιτακτικός
Headword (normalized/stripped):
επιτακτικος
IDX:
34893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34894
Key:
Data
{'content': 'commanding, authoritative'}