Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπισωρεύω
ἐπίσωτρον
ἐπιταγή
ἐπιταγίδιον
ἐπίταγμα
ἐπιταγματικός
ἐπιταδεοτρώκτας
ἐπιταινίδιος
ἐπιτακτέον
ἐπιτακτήρ
ἐπιτάκτης
ἐπιτακτικός
ἐπίτακτος
ἐπιταλαιπωρέω
ἐπιταλάριος
Ἐπιτάλιον
ἐπίταμα
ἐπιτανύω
ἐπιτάξ
ἐπίταξις
ἐπιτάραξις
View word page
ἐπιτάκτης
commander
ShortDef
commander
Debugging
Headword:
ἐπιτάκτης
Headword (normalized):
ἐπιτάκτης
Headword (normalized/stripped):
επιτακτης
IDX:
34892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34893
Key:
Data
{'content': 'commander'}