Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπισώρευμα
ἐπισωρεύω
ἐπίσωτρον
ἐπιταγή
ἐπιταγίδιον
ἐπίταγμα
ἐπιταγματικός
ἐπιταδεοτρώκτας
ἐπιταινίδιος
ἐπιτακτέον
ἐπιτακτήρ
ἐπιτάκτης
ἐπιτακτικός
ἐπίτακτος
ἐπιταλαιπωρέω
ἐπιταλάριος
Ἐπιτάλιον
ἐπίταμα
ἐπιτανύω
ἐπιτάξ
ἐπίταξις
View word page
ἐπιτακτήρ
a commander

ShortDef

a commander

Debugging

Headword:
ἐπιτακτήρ
Headword (normalized):
ἐπιτακτήρ
Headword (normalized/stripped):
επιτακτηρ
IDX:
34891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34892
Key:

Data

{'content': 'a commander'}